φλεγμονή: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ απλοποίηση του προτύπου el-κλίσ-'ψυχή' |
|||
Γραμμή 29: | Γραμμή 29: | ||
<!-- * {{br}} : {{τ|br|XXX}} --> |
<!-- * {{br}} : {{τ|br|XXX}} --> |
||
* {{fr}} : {{τ|en|inflammation}} |
* {{fr}} : {{τ|en|inflammation}} |
||
* {{de}} : {{τ|de|Entzündung}} |
|||
<!-- * {{eo}} : {{τ|eo|XXX}} --> |
<!-- * {{eo}} : {{τ|eo|XXX}} --> |
||
<!-- * {{et}} : {{τ|et|XXX}} --> |
<!-- * {{et}} : {{τ|et|XXX}} --> |
Αναθεώρηση της 01:55, 6 Ιουλίου 2014
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- φλεγμονή < αρχαία ελληνική φλέγμα
Προφορά
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
φλεγμονή θηλυκό
- η τοπική αντίδραση του οργανισμού στην μόλυνση από παθογόνους μικροοργανισμούς, η οποία εκδηλώνεται με τοπικό οίδημα, πόνο, κοκκίνισμα και, πιθανόν, πυρετό
Συγγενικά
Δείτε επίσης
- φλεγμονή στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
φλεγμονή