καθορίζω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
αντικατάσταση ετυμ grc-koi, + απλοποίηση ετυμολογίας
Γραμμή 3: Γραμμή 3:


==={{ετυμολογία}}===
==={{ετυμολογία}}===
: '''{{PAGENAME}}''' < {{ετυμ grc-koi|EL}} {{λ|καθορίζω|grc}} < [[κατά]] + {{ετυμ|grc|el}} {{λ|ὁρίζω|grc}} < [[ὅρος]] < {{ετυμ|grk-pro|el}} ''wórwos'' < {{ετυμ|ine-pro}} *''werw''- ({{μτφδ}} {{ετυμ fr}} [[déterminer]])
: '''{{PAGENAME}}''' < {{ετυμ|grc-koi|el|καθορίζω}} < {{ετυμ|grc}} [[κατά]] + {{λ|ὁρίζω|grc}} ({{μτφδ|fr|el|déterminer|text=0}})


==={{ρήμα|el}}===
==={{ρήμα|el}}===
Γραμμή 61: Γραμμή 61:
<!-- * {{ku}} : {{τ|ku|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{ku}} : {{τ|ku|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{hr}} : {{τ|hr|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{hr}} : {{τ|hr|ΧΧΧ}} -->

{{μτφ-μέση}}
{{μτφ-μέση}}
<!-- * {{la}} : {{τ|la|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{la}} : {{τ|la|ΧΧΧ}} -->
Γραμμή 78: Γραμμή 77:
<!-- * {{sv}} : {{τ|sv|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{sv}} : {{τ|sv|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{th}} : {{τ|th|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{th}} : {{τ|th|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{tr}} : {{τ|tr|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{cs}} : {{τ|cs|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{cs}} : {{τ|cs|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{tr}} : {{τ|tr|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{fi}} : {{τ|fi|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{fi}} : {{τ|fi|ΧΧΧ}} -->

{{μτφ-τέλος}}
{{μτφ-τέλος}}



Αναθεώρηση της 11:21, 28 Αυγούστου 2020

Δείτε επίσης: καθορώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

καθορίζω < ελληνιστική κοινή καθορίζω < αρχαία ελληνική κατά + ὁρίζω ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική déterminer)

Ρήμα

καθορίζω (παθητική φωνή: καθορίζομαι)

  1. ορίζω, προσδιορίζω με ακρίβεια, συχνά κατά τρόπο επίσημο και οριστικό
    Οι δύο συναρμόδιοι υπουργοί συσκέφτηκαν για να καθορίσουν το ύψος του πλαφόν για τα καύσιμα.
  2. αποτελώ πολύ σημαντικό χαρακτήρα για την πορεία και την τελική μορφή που αποκτά κάτι
    οι σκληρές συνθήκες της παιδικής του ηλικίας καθόρισαν το χαρακτήρα του

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις