πρίσμα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Ανάκληση των επεξεργασιών που έγιναν από τον 2A02:587:9204:2CF6:95D5:C433:C745:F47B (συζήτηση) και επιστροφή στην τελευταία αναθεώρηση που είχε γίνει από την Sarri.greek Ετικέτα: Επαναφορά |
μ {{clear}} πριν τις μεταφράσεις |
||
Γραμμή 43: | Γραμμή 43: | ||
* [[εξώθηση]] |
* [[εξώθηση]] |
||
* [[κρύσταλλος]] |
* [[κρύσταλλος]] |
||
{{clear}} |
|||
===={{μεταφράσεις}}==== |
===={{μεταφράσεις}}==== |
||
{{μτφ-αρχή}} |
{{μτφ-αρχή}} |
Αναθεώρηση της 11:06, 28 Μαΐου 2021
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πρίσμα | τα | πρίσματα |
γενική | του | πρίσματος | των | πρισμάτων |
αιτιατική | το | πρίσμα | τα | πρίσματα |
κλητική | πρίσμα | πρίσματα | ||
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
- πρίσμα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή πρῖσμα (αρχαία σημασία: πριονίδι ή τραύμα από πριόνι) < αρχαία ελληνική πρίω (=πριονίζω)
Προφορά
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πρί‐σμα
Ουσιαστικό
πρίσμα ουδέτερο
- (γεωμετρία) πολύεδρο με παράλληλες δύο απέναντι πλευρές και τις υπόλοιπες πλευρές κάθετες σε αυτές τις δύο
- ↪ τα πρίσματα έχουν διάφορους αριθμούς εδρών, έχουν βάση, έδρες ή πλευρές, ακμές, έχουν όγκο και εμβαδόν.
- (οπτική) διαφανές αντικείμενο με επίπεδες πλευρές το οποίο εκτρέπει και αναλύει το φως
- (μεταφορικά) τρόπος αντίληψης μιας κατάστασης από πολλές πλευρές, όπως οι έδρες ενός πρίσματος
- ↪ Όταν δεις τη Γεωμετρία του Ευκλείδη υπό το πρίσμα της επιστήμης καταλαβαίνεις τη συμβολή του στην εξέλιξη της θεμελίωσης των μαθηματικών.
- ≈ συνώνυμα: σκοπιά, οπτική γωνία
Εκφράσεις
Συγγενικά
- αντίπρισμα
- πολυπρισματικός
- πολυπρισματικότητα
- πρισματικά
- πρισματικός
- πρισματικότητα
- πρισματοειδής
- πρισματοειδώς
Δείτε επίσης
- prism (geometry) στην αγγλική Βικιπαίδεια
επίσης
Μεταφράσεις
Αναφορές
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'κύμα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες προφορές (νέα ελληνικά)
- Λέξεις χωρίς προφορά στο πρότυπο ΔΦΑ
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γεωμετρία (νέα ελληνικά)
- Οπτική (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)