οπτική γωνία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | οπτική γωνία | οι | οπτικές γωνίες |
γενική | της | οπτικής γωνίας | των | οπτικών γωνιών |
αιτιατική | την | οπτική γωνία | τις | οπτικές γωνίες |
κλητική | οπτική γωνία | οπτικές γωνίες | ||
Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- οπτική γωνία < οπτική (θηλυκό του οπτικός) & γωνία, (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική point de vue [1]
Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]οπτική γωνία θηλυκό
- (κυριολεκτικά) η γωνία ανάμεσα στην ευθεία μπροστά από κάποιο αντικείμενο και τον παρατηρητή που το παρατηρεί
- (μεταφορικά) ο τρόπος που κάποιος αντιλαμβάνεται κάποιο ζήτημα ή θέμα, η προσωπική του προσέγγιση σ’ αυτό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] οπτική γωνία
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)