πρωθύστερος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Ρομπότ: Αυτόματη αντικατάσταση κειμένου (-{{el-κλίσ-'όμορφος +{{el-κλίση-'όμορφος) |
μ PAWS - συντήρηση: μείον κενές γραμμές στις Μεταφράσεις |
||
Γραμμή 44: | Γραμμή 44: | ||
<!-- * {{ku}} : {{τ|ku|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{ku}} : {{τ|ku|ΧΧΧ}} --> |
||
<!-- * {{hr}} : {{τ|hr|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{hr}} : {{τ|hr|ΧΧΧ}} --> |
||
{{μτφ-μέση}} |
{{μτφ-μέση}} |
||
<!-- * {{la}} : {{τ|la|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{la}} : {{τ|la|ΧΧΧ}} --> |
||
Γραμμή 67: | Γραμμή 66: | ||
<!-- * {{fi}} : {{τ|fi|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{fi}} : {{τ|fi|ΧΧΧ}} --> |
||
<!-- * {{hi}} : {{τ|hi|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{hi}} : {{τ|hi|ΧΧΧ}} --> |
||
{{μτφ-τέλος}} |
{{μτφ-τέλος}} |
||
Αναθεώρηση της 17:42, 23 Ιανουαρίου 2022
Νέα ελληνικά (el)
χωρίς άρθρο, συγκριτικός βαθμός με το άρθρο, σχετικός υπερθετικός βαθμός | ||||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | πρωθύστερος | η | πρωθύστερη | το | πρωθύστερο |
γενική | του | πρωθύστερου | της | πρωθύστερης | του | πρωθύστερου |
αιτιατική | τον | πρωθύστερο | την | πρωθύστερη | το | πρωθύστερο |
κλητική | πρωθύστερε | πρωθύστερη | πρωθύστερο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | πρωθύστεροι | οι | πρωθύστερες | τα | πρωθύστερα |
γενική | των | πρωθύστερων | των | πρωθύστερων | των | πρωθύστερων |
αιτιατική | τους | πρωθύστερους | τις | πρωθύστερες | τα | πρωθύστερα |
κλητική | πρωθύστεροι | πρωθύστερες | πρωθύστερα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
- πρωθύστερος < (ελληνιστική κοινή) πρωθύστερος < αρχαία ελληνική πρῶτος + ὕστερος
Επίθετο
πρωθύστερος, -η, -ο
- (λόγιο) που μπαίνει μπροστά ή αρχικά, ενώ θα έπρεπε να έπεται
- Στα οχτώ κεφάλαια του αφηγήματος προστίθεται κι ένα ένατο, ως επίμετρο, με πρωθύστερη χρονολογία και ετεροχρονισμένο νόημα. (*)
- (λογοτεχνικό) (ουσιαστικοποιημένο) πρωθύστερο: σχήμα λόγου κατά το οποίο τοποθετείται αρχικά μια έννοια ή ενέργεια που λογικά έπεται
Συγγενικά
- πρωθύστερα
- → δείτε τις λέξεις πρώτος και ύστερος
Μεταφράσεις
πρωθύστερος