στερητικός: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ PAWS - συντήρηση: μείον κενές γραμμές στις Μεταφράσεις |
μ PAWS - συντήρηση: μείον κενές γραμμές στις Μεταφράσεις |
||
Γραμμή 23: | Γραμμή 23: | ||
{{clear}} |
{{clear}} |
||
===={{μεταφράσεις}}==== |
===={{μεταφράσεις}}==== |
||
{{μτφ-αρχή}} |
{{μτφ-αρχή}} |
||
<!-- * {{en}} : {{τ|en|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{en}} : {{τ|en|ΧΧΧ}} --> |
Αναθεώρηση της 10:18, 25 Ιανουαρίου 2022
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- στερητικός < στέρηση
Προφορά
- ΔΦΑ : /ste.ɾi.tiˈkos/ αρσενικό
- ΔΦΑ : /ste.ɾi.tiˈci/ θηλυκό
- ΔΦΑ : /ste.ɾi.tiˈko/ ουδέτερο
Επίθετο
στερητικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με τη στέρηση
- που προκαλεί στέρηση
- (ιατρική) που οφείλεται σε στέρηση:
- (γλωσσολογία) → δείτε τη λέξη στερητικό
Συγγενικά
Μεταφράσεις
στερητικός
|