άμπακας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο άμπακας οι άμπακες
      γενική του άμπακα των άμπακων
    αιτιατική τον άμπακα τους άμπακες
     κλητική άμπακα άμπακες
Η γενική πληθυντικού είναι δύσχρηστη.
Κατηγορία όπως «βαρύμαγκας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

άμπακας < (άμεσο δάνειο) ιταλική abbacc(o) + -ας < λατινική abacus < αρχαία ελληνική ἄβαξ (αντιδάνειο) [1]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

άμπακας αρσενικό

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]