αγγρίφι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αγγρίφι τα αγγρίφια
      γενική
    αιτιατική το αγγρίφι τα αγγρίφια
     κλητική αγγρίφι αγγρίφια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αγγρίφι < μεσαιωνική ελληνική ἀγγρίφιον (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /aŋˈɡɾi.fi/ & /aˈɡɾiˈfi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αγ‐γρί‐φι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αγγρίφι ουδέτερο (δημοτική, ιδιωματικό)

  1. γάντζος
     συνώνυμα: τσιγκέλι, αρπάγη
  2. σκλήθρα, πελεκούδι
    τ' αροκάνιστο το ξύλο έχει αγγρίφια
  3. αγκάθι
     συνώνυμα: αγκύλι
  4. (μόνο στον πληθυντικό) αιχμηρή προεξοχή βράχου ή μυτερός και απόκρημνος βράχος
    χρειάζεται παράθεμα Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης / δημοτικό
    που να σε φαν τ' αγγρίφια (κατάρα: να σκοτωθείς στα βράχια, κι εκεί να σαπίσεις)
  5. (μεταφορικά) δυσκολία

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]