ακατανίκητος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ακατανίκητος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀκατανίκητος
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.ka.taˈni.ci.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐κα‐τα‐νί‐κη‐τος
Επίθετο[επεξεργασία]
ακατανίκητος, -η, -ο
- που κανείς δεν μπορεί να τον νικήσει
- που δεν μπορεί να κρίνει μόνος, αφού κάτι τον ελκύει και είναι μεγαλύτερο από τη ψυχική και σωματική δύναμη
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- ανίκητος
- αήττητος
- ακαταμάχητος (στους δύο πρώτους ορισμούς)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ακατανίκητος
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)