αλυσοδεμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αλυσοδεμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αλυσοδένω
Μετοχή[επεξεργασία]
αλυσοδεμένος, -η, -ο
αλυσοδεμένος, -η, -ο