αμαύριστος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αμαύριστος η αμαύριστη το αμαύριστο
      γενική του αμαύριστου της αμαύριστης του αμαύριστου
    αιτιατική τον αμαύριστο την αμαύριστη το αμαύριστο
     κλητική αμαύριστε αμαύριστη αμαύριστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αμαύριστοι οι αμαύριστες τα αμαύριστα
      γενική των αμαύριστων των αμαύριστων των αμαύριστων
    αιτιατική τους αμαύριστους τις αμαύριστες τα αμαύριστα
     κλητική αμαύριστοι αμαύριστες αμαύριστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αμαύριστος < α- + μαυρίζω + -τος

Επίθετο[επεξεργασία]

αμαύριστος, -η, -ο

  1. (κυριολεκτικά) που δεν έχει μαυρίσει ή δεν τον έχουν μαυρίσει, δεν έχει πάρει μαύρο χρώμα
  2. (μεταφορικά) που το ψηφίζουν στις εκλογές
     συνώνυμα: ψηφισμένος
     αντώνυμα: καταψηφισμένος, μαυρισμένος

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]