αναβιωμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.na.vi.oˈme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐να‐βι‐ω‐μέ‐νος
Μετοχή[επεξεργασία]
αναβιωμένος, -η, -ο
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος αναβιώνω