αναπαράσταση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αναπαράσταση | οι | αναπαραστάσεις |
γενική | της | αναπαράστασης* | των | αναπαραστάσεων |
αιτιατική | την | αναπαράσταση | τις | αναπαραστάσεις |
κλητική | αναπαράσταση | αναπαραστάσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αναπαραστάσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αναπαράσταση < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἀναπαράστα(σις), ήδη το 1843[1] [2] + -ση, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική représentation → δείτε τις λέξεις αναπαριστάνω και αναπαριστώ [3]
- για την εικαστική απεικόνιση < μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική reproduction, ως συνώνυμου του représentation [4]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /a.na.paˈɾa.sta.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐να‐πα‐ρά‐στα‐ση
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αναπαράσταση θηλυκό
- η ενέργεια του αναπαριστάνω
- η κατά εικασίες επανάληψη μιας εγκληματικής πράξης για να διερευνηθούν ακριβέστερα οι συνθήκες τέλεσης, να διευκολυνθεί η αναζήτηση του δράστη ή και να αποκλεισθεί η ομολογία ενός ατόμου που παραδόθηκε ως δράστης χωρίς να έχει διαπράξει αυτός το έγκλημα
- ⮡ αναπαράσταση εγκλήματος
- η εικαστική απεικόνιση
- γεγονότος από το παρελθόν ή προσώπου
- ⮡ Οι μουσουλμάνοι δεν δέχονται τις αναπαραστάσεις αγίων.
- το ζωντάνεμα ενός σκηνικού, μιας σκηνής από το παρελθόν (με έμψυχα ή άψυχα στοιχεία) σε τρισδιάστατη απόδοση, σε πλαστική απεικόνιση
- ⮡ αναπαράσταση των ανακτόρων της Κνωσσού σε μακέτα
- ⮡ αναπαράσταση τής Αγίας Σοφίας προτού καταστραφεί
- γεγονότος από το παρελθόν ή προσώπου
- η κατά εικασίες επανάληψη μιας εγκληματικής πράξης για να διερευνηθούν ακριβέστερα οι συνθήκες τέλεσης, να διευκολυνθεί η αναζήτηση του δράστη ή και να αποκλεισθεί η ομολογία ενός ατόμου που παραδόθηκε ως δράστης χωρίς να έχει διαπράξει αυτός το έγκλημα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αναπαράσταση
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ σελ. 66, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
- ↑ s.v. αναπαριστάνω - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ αναπαράσταση - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ αναπαράσταση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ση (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ανα- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα παρά- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)