ανεπεξέργαστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ανεπεξέργαστος < μεσαιωνική ελληνική ἀνεπεξέργαστος « αρχαία ελληνική ἐπεξεργάζομαι
Επίθετο[επεξεργασία]
ανεπεξέργαστος
- ο μη επεξεργασμένος, που θα μπορούσε να έχε υποστεί επεξεργασία, αλλά που έμεινε δίχως αυτήν ίσως επειδή έτσι χρειαζόταν, να είναι σε πρωτογενή μορφή
- ο τραχύς, ο άγαρμπος, ίσως και χοντροκομμένος, ο αδούλευτος, εκείνος που έμεινε δίχως επεξεργασία ενώ θα έπρεπε να είναι πιο καλοδουλεμένος, πιο ραφιναρισμένος
- που δεν τον έχουν επεξεργαστεί νοητικά, ανεξέταστος