ανθρωπινός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ανθρωπινός < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀνθρωπινός < αρχαία ελληνική ἀνθρώπινος.[1] Μορφολογικά αναλύεται σε άνθρωπ(ος) + -ινός.
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /an.θɾo.piˈnos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αν‐θρω‐πι‐νός
- τονικό παρώνυμο: ανθρώπινος
Επίθετο[επεξεργασία]
ανθρωπινός, -ή, -ό
- κόσμιος, ευπρεπής, που δείχνει ή φαίνεται πως είναι σε επίπεδο αντάξιο των ανθρώπων, που είναι της ανθρωπιάς
- (λαϊκότροπο) που έχει σχέση με το ανθρώπινο σώμα
Συγγενικά[επεξεργασία]
- ανθρωπινά (επίρρημα)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ανθρωπινός
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ ανθρωπινός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ινός (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Τονικά παρώνυμα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λαϊκότροποι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)