ανικανοποίητος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανικανοποίητος η ανικανοποίητη το ανικανοποίητο
      γενική του ανικανοποίητου της ανικανοποίητης του ανικανοποίητου
    αιτιατική τον ανικανοποίητο την ανικανοποίητη το ανικανοποίητο
     κλητική ανικανοποίητε ανικανοποίητη ανικανοποίητο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανικανοποίητοι οι ανικανοποίητες τα ανικανοποίητα
      γενική των ανικανοποίητων των ανικανοποίητων των ανικανοποίητων
    αιτιατική τους ανικανοποίητους τις ανικανοποίητες τα ανικανοποίητα
     κλητική ανικανοποίητοι ανικανοποίητες ανικανοποίητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ανικανοποίητος < αν- + ικανοποιώ + -τος (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική insatisfait)

Επίθετο[επεξεργασία]

ανικανοποίητος -η -ο

  1. που δεν ικανοποιείται ή δεν μπορεί να ικανοποιηθεί
     αντώνυμα: ικανοποιημένος
  2. ανευχαρίστητος
  3. άπληστος
  4. Αυτός που δεν ευχαριστείται εύκολα.

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]