απολειφάδι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το απολειφάδι τα απολειφάδια
      γενική του απολειφαδιού των απολειφαδιών
    αιτιατική το απολειφάδι τα απολειφάδια
     κλητική απολειφάδι απολειφάδια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

απολειφάδι < απο- + αλείφω + -άδι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

απολειφάδι ουδέτερο

  1. μικρό υπόλειμμα από σαπούνι
     συνώνυμα: αποσάπουνο
  2. (κατ’ επέκταση) απομεινάρι
     συνώνυμα: απομεινάδι, υπόλειμμα
  3. (μεταφορικά) μικρόσωμος άνθρωπος ή καχεκτικός
  4. (μεταφορικά) ασήμαντο πράγμα

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]