αποτίμηση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: απότιση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αποτίμηση οι αποτιμήσεις
      γενική της αποτίμησης* των αποτιμήσεων
    αιτιατική την αποτίμηση τις αποτιμήσεις
     κλητική αποτίμηση αποτιμήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποτιμήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αποτίμηση < (ελληνιστική κοινή) ἀποτίμησις < αρχαία ελληνική ἀποτιμάω < ἀπό + τιμάω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αποτίμηση θηλυκό

  1. η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του αποτιμώ, ο υπολογισμός της οικονομικής αξίας ή της σπουδαιότητας κάποιου αντικειμένου ή γεγονότος
  2. (λογιστική) συνώνυμο του επιμέτρηση

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]