απροσωπόληπτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- απροσωπόληπτος < (ελληνιστική κοινή) ἀπροσωπόληπτος < ἀ- + προσωπολήπτης < αρχαία ελληνική πρόσωπον + λαμβάνω
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
απροσωπόληπτος, -η, -ο
- (λόγιο) που δεν προσωποληπτεί
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη αμερόληπτος
Αντώνυμα[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη μεροληπτικός
Συγγενικά[επεξεργασία]
- απροσωπόληπτα
- απροσωποληψία
- → δείτε τις λέξεις προσωπολήπτης, πρόσωπο και λαμβάνω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
απροσωπόληπτος
|