αυτόδηλος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αυτόδηλος < αρχαία ελληνική αὐτόδηλος < αὐτός + δῆλος
Επίθετο[επεξεργασία]
αυτόδηλος, -η, -ο
- (λόγιο) που δηλώνεται από μόνος του, που δεν χρειάζεται άλλες αποδείξεις ή εξηγήσεις
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αυτόδηλος