αχαρτογράφητος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αχαρτογράφητος < α- στερητικό + (χαρτογραφώ) χαρτογραφη- + -τος (κατά το αγεωγράφητος)
Επίθετο[επεξεργασία]
αχαρτογράφητος, -η, -ο
- που είναι άγνωστος ως περιοχή, δεν έχει χαρτογραφηθεί με ακρίβεια, δεν έχει εξερευνηθεί
- ↪ αχαρτογράφητο σπήλαιο, αχαρτογράφητος βυθός
- (κυριολεκτικά και μεταφορικά) που δεν αναφέρεται σε καμία χαρτογράφηση, σαν να μην υπάρχει, δεν έχει καταγραφεί είτε κυριολεκτικά (π.χ. ένας δρόμος που διανοίχθηκε πρόσφατα) είτε μεταφορικά
- ↪ Η χώρα μας πλέει σε αχαρτογράφητα νερά και εμείς καλούμαστε να πλοηγηθούμε προς άγνωστες κατευθύνσεις ("Ελευθεροτυπία", 30-11-13)
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- αχαρτογράφητα νερά
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη χάρτης
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αχαρτογράφητα νερά