γλίτσα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γλίτσα οι γλίτσες
      γενική της γλίτσας των (γλιτσών)
    αιτιατική τη γλίτσα τις γλίτσες
     κλητική γλίτσα γλίτσες
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γλίτσα < λείπει η ετυμολογία (βλ. (ελληνιστική κοινήγλία, γλιττόν, γλοιόν)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈɣli.t͡sa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γλί‐τσα
παρώνυμο: γκλίτσα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γλίτσα θηλυκό

  1. βρόμικη στρώση από λίπη ή άλλα υπολείμματα φαγητών, που κολλάει στα μαγειρικά σκεύη ή αλλού
  2. λεπτό και γλιστερό στρώμα λάσπη σε δρόμους
  3. (κατ’ επέκταση) βρομιά

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]