δίκιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | δίκιο | τα | δίκια |
γενική | του | δίκιου | των | δίκιων |
αιτιατική | το | δίκιο | τα | δίκια |
κλητική | δίκιο | δίκια | ||
Με συνίζηση στην κατάληξη: προφέρεται ως παροξύτονο. | ||||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- δίκιο < κληρονομημένο από την αρχαία ελληνική δίκαιον με συνίζηση στην κατάληξη.[1] Συγκρίνετε με το ουσιαστικό δίκαιο.
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈði.co/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δί‐κιο
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]δίκιο ουδέτερο
- αυτό που είναι αληθές ή ορθό, που συμφωνεί με την πραγματικότητα
- ⮡ έχω δίκιο, δίκιο έχεις
- ⮡ Η επιστημονική εξέλιξη απέδειξε ότι ο Γαλιλαίος είχε δίκιο σε αυτά που υποστήριζε.
- αυτό που είναι σύμφωνο με τις αρχές της ηθικής και της δικαιοσύνης
- ⮡ Αγωνίζομαι να βρω το δίκιο μου, τα δίκαιά μου.
- ⮡ Μη θυμώνεις μαζί του, έχει κι αυτός τα δίκια του.
Άλλες γραφές
[επεξεργασία]Εκφράσεις
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ δίκιο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πεύκο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση που κλίνονται όπως το 'πεύκο' (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)