διάκριση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | διάκριση | οι | διακρίσεις |
γενική | της | διάκρισης* | των | διακρίσεων |
αιτιατική | τη | διάκριση | τις | διακρίσεις |
κλητική | διάκριση | διακρίσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, διακρίσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- διάκριση < αρχαία ελληνική διάκρισις < διακρίνω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]διάκριση θηλυκό
- ο διαχωρισμός των εννοιών, ατόμων, αντικειμένων κ.λπ που προκύπτει από την κατανόηση των διαφορών μεταξύ τους
- είναι δύσκολη η διάκριση μεταξύ έρωτα και αγάπης
- ο διαχωρισμός των αρμοδιοτήτων
- διάκριση των εξουσιών
- η διαφορετική μεταχείριση των ανθρώπων που προκύπτει από προκαταλήψεις ή συμφέροντα
- πρέπει να βάλουμε τέλος στις διακρίσεις εις βάρος των μειονοτήτων
- η έμπρακτη αναγνώριση της προσφοράς κάποιου
- το βραβείο Νόμπελ είναι η ανώτατη διάκριση για έναν επιστήμονα
- η εξουσία που έχει κάποιος να χειρίζεται όπως θέλει μια κατάσταση
- το αφήνω στη διάκρισή σας
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη διακρίνω
Διαφοροποίηση
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] διάκριση