εγκαταλελειμμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εγκαταλελειμμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος εγκαταλείπω, → δείτε τη λέξη εγκαταλείπομαι
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /eŋ.ɡa.ta.le.liˈme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐γκα‐τα‐λε‐λειμ‐μέ‐νος
- παλιότερος συλλαβισμός : εγ‐κα‐τα‐λε‐λειμ‐μέ‐νος
Μετοχή
[επεξεργασία]εγκαταλελειμμένος, -η, -ο και εγκαταλειμμένος
- που τον έχουν εγκαταλείψει