εκλεπτυσμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εκλεπτυσμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου εκλεπτύνω
Μετοχή[επεξεργασία]
εκλεπτυσμένος, -η, -ο
- που έχει εκλεπτυνθεί