εξώνηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εξώνηση | οι | εξωνήσεις |
γενική | της | εξώνησης* | των | εξωνήσεων |
αιτιατική | την | εξώνηση | τις | εξωνήσεις |
κλητική | εξώνηση | εξωνήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, εξωνήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εξώνηση < μεσαιωνική ελληνική εξώνησις < αρχαία ελληνική ἐξωνέομαι / ἐξωνοῦμαι < ὠνέομαι / ὠνοῦμαι ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική réméré)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /eˈkso.ni.si/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εξώνηση θηλυκό
- (λόγιο) (σπάνιο) εξαγορά με ανέντιμους τρόπους, διαφθορά
- (νομικός όρος) το δικαίωμα που έχει ο πωλητής να επαναγοράσει από τον αγοραστή ό,τι τού πούλησε
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εξώνηση
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Νομικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)