επάλληλος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἐπάλληλος

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο επάλληλος η επάλληλη το επάλληλο
      γενική του επάλληλου της επάλληλης του επάλληλου
    αιτιατική τον επάλληλο την επάλληλη το επάλληλο
     κλητική επάλληλε επάλληλη επάλληλο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επάλληλοι οι επάλληλες τα επάλληλα
      γενική των επάλληλων των επάλληλων των επάλληλων
    αιτιατική τους επάλληλους τις επάλληλες τα επάλληλα
     κλητική επάλληλοι επάλληλες επάλληλα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

επάλληλος < αρχαία ελληνική ἐπάλληλος ((σημασιολογικό δάνειο) (γαλλικά superposé ή (αρχαία ελληνικά) ὑπάλληλος)

Επίθετο[επεξεργασία]

επάλληλος, -η, -ο

  1. κάτι που βρίσκεται πάνω σε κάτι όμοιο
    επάλληλα πεδία και επιφάνειες
  2. ο διαδοχικός, αυτός που είναι συνεχής, που γίνεται ο ένας μετά τον άλλο
    επάλληλη κλιμάκωση

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]