επάλληλος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επάλληλος < αρχαία ελληνική ἐπάλληλος ((σημασιολογικό δάνειο) (γαλλικά superposé ή (αρχαία ελληνικά) ὑπάλληλος)
Επίθετο[επεξεργασία]
επάλληλος, -η, -ο
- κάτι που βρίσκεται πάνω σε κάτι όμοιο
- επάλληλα πεδία και επιφάνειες
- ο διαδοχικός, αυτός που είναι συνεχής, που γίνεται ο ένας μετά τον άλλο
- επάλληλη κλιμάκωση
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επάλληλος