ερυθρόμορφος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ερυθρόμορφος < μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική red-figure, (αρχαία ελληνική ἐρυθρός ερυθρό- + -μορφος μορφή)[1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /e.ɾiˈθɾo.moɾ.fos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐ρυ‐θρό‐μορ‐φος
Επίθετο[επεξεργασία]
ερυθρόμορφος, -η, -ο
- (αρχαιολογία, κεραμική, για αρχαίο αγγείο) αγγειογραφία με ερυθρές, κοκκινωπές μορφές πάνω σε μαύρο φόντο
- ↪ Ο μελανόμορφος ρυθμός της αρχαίας ελληνικής αγγειογραφίας άνθισε από τον 7ο έως τον 5ο αιώνα. Από τον 5 έως τον 3ο αιώνα, έχουμε και την ερυθρόμορφη αγγειογραφία.
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ερυθρόμορφος
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ ερυθρόμορφος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ερυθρό- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -μορφος (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αρχαιολογία (νέα ελληνικά)
- Κεραμική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)