ετυμολόγηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ετυμολόγηση | οι | ετυμολογήσεις |
γενική | της | ετυμολόγησης* | των | ετυμολογήσεων |
αιτιατική | την | ετυμολόγηση | τις | ετυμολογήσεις |
κλητική | ετυμολόγηση | ετυμολογήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ετυμολογήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ετυμολόγηση < ετυμολόγησις < ετυμολογώ + -σις < αρχαία ελληνική ἐτυμολογέω/ἐτυμολογῶ < ἔτυμος + λέγω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ετυμολόγηση θηλυκό
- η διερεύνηση της καταγωγής, της προέλευσης, της πορείας και της εξέλιξης μιας λέξης μέσα στο χρόνο
- το αποτέλεσμα και η δημοσιοποίηση αυτής της διερεύνησης
Συγγενικά[επεξεργασία]
→ δείτε τη λέξη ετυμολογία
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ετυμολόγηση
|