ετυμολόγηση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ετυμολόγηση οι ετυμολογήσεις
      γενική της ετυμολόγησης* των ετυμολογήσεων
    αιτιατική την ετυμολόγηση τις ετυμολογήσεις
     κλητική ετυμολόγηση ετυμολογήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ετυμολογήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ετυμολόγηση < ετυμολόγησις < ετυμολογώ + -σις < αρχαία ελληνική ἐτυμολογέω/ἐτυμολογῶ < ἔτυμος + λέγω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ετυμολόγηση θηλυκό

  1. η διερεύνηση της καταγωγής, της προέλευσης, της πορείας και της εξέλιξης μιας λέξης μέσα στο χρόνο
  2. το αποτέλεσμα και η δημοσιοποίηση αυτής της διερεύνησης
     συνώνυμα: ετυμολογία

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ δείτε τη λέξη ετυμολογία

Μεταφράσεις[επεξεργασία]