ευκολάκι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ευκολάκι τα ευκολάκια
      γενική
    αιτιατική το ευκολάκι τα ευκολάκια
     κλητική ευκολάκι ευκολάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ευκολάκι < ουδέτερο του επιθέτου εύκολος: εύκολ(ο)   + υποκοριστικό επίθημα -άκι, νεολογισμός του τέλους του 20ου αιώνα

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ef.koˈla.ci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ευ‐κο‐λά‐κι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ευκολάκι ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]