ιδεογραφικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ιδεογραφικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: idéographique < αρχαία ελληνική ἰδέα + γράφω
Επίθετο[επεξεργασία]
ιδεογραφικός, -ή, -ό
- που περιλαμβάνει τη χρήση ιδεογραμμάτων
- ιδεογραφική γραφή
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις ιδεογραφία, ιδέα και γράφω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ιδεογραφικός