κατάδηλος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κατάδηλος η κατάδηλη το κατάδηλο
      γενική του κατάδηλου της κατάδηλης του κατάδηλου
    αιτιατική τον κατάδηλο την κατάδηλη το κατάδηλο
     κλητική κατάδηλε κατάδηλη κατάδηλο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κατάδηλοι οι κατάδηλες τα κατάδηλα
      γενική των κατάδηλων των κατάδηλων των κατάδηλων
    αιτιατική τους κατάδηλους τις κατάδηλες τα κατάδηλα
     κλητική κατάδηλοι κατάδηλες κατάδηλα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κατάδηλος < αρχαία ελληνική κατάδηλος

Επίθετο[επεξεργασία]

κατάδηλος, -η, -ο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κατάδηλος < κατά +δῆλος

Επίθετο[επεξεργασία]

κατάδηλος, ος, -ον

Εκφράσεις[επεξεργασία]