κατάδηλος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κατάδηλος < αρχαία ελληνική κατάδηλος
Επίθετο[επεξεργασία]
κατάδηλος, -η, -ο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
κατάδηλος, ος, -ον
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- κατάδηλον ποιῶ: κάνω γνωστό, ανακαλύπτω
- κατάδηλος γίγνομαι: ανακαλύπτομαι