καταλογισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καταλογισμός < ελληνιστική κοινή καταλογισμός < αρχαία ελληνική καταλογίζομαι < κατά + λογίζομαι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καταλογισμός αρσενικό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του καταλογίζω
- (νομικός όρος) η απόδοση σε κάποιον, από την ενέργεια ή την παράλειψη του οποίου προήλθε, ενός γεγονότος, το οποίο ενέχει στοιχεία αξιόποινου αδικήματος
- η ικανότητα κάποιου να καταλογίζει ή να ελέγχει τις πράξεις του και να ανατιλαμβάνεται τις συνέπειές τους
- η χρέωση ενός ποσού σε κάποιον, η απόδοσή του σε βάρος κάποιου
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καταλογισμός
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νομικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)