καταμήνια

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα καταμήνια
      γενική των καταμηνίων
    αιτιατική τα καταμήνια
     κλητική καταμήνια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καταμήνια < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική καταμήνια < κατα- + μήν + -ιος στον πληθυντικό

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ka.taˈmi.ni.a/ (λόγιο, χωρίς συνίζηση - συγκρίνετε με τα μερομήνια)
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐τα‐μή‐νι‐α

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

καταμήνια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τὰ καταμήνι
      γενική τῶν καταμηνίων
      δοτική τοῖς καταμηνίοις
    αιτιατική τὰ καταμήνι
     κλητική ! καταμήνι
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καταμήνια < κατα- + μήν + -ιος στον πληθυντικό

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

καταμήνια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]