κεντημένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κεντημένος η κεντημένη το κεντημένο
      γενική του κεντημένου της κεντημένης του κεντημένου
    αιτιατική τον κεντημένο την κεντημένη το κεντημένο
     κλητική κεντημένε κεντημένη κεντημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κεντημένοι οι κεντημένες τα κεντημένα
      γενική των κεντημένων των κεντημένων των κεντημένων
    αιτιατική τους κεντημένους τις κεντημένες τα κεντημένα
     κλητική κεντημένοι κεντημένες κεντημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /cen.diˈme.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κε‐ντη‐μέ‐νος

Μετοχή[επεξεργασία]

κεντημένος, -η, -ο

Σύνθετα[επεξεργασία]

όπως ενδεικτικά

Μεταφράσεις[επεξεργασία]