κεντημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /cen.diˈme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κε‐ντη‐μέ‐νος
Μετοχή[επεξεργασία]
κεντημένος, -η, -ο
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος κεντάω, κεντώ
- άλλες μορφές: κεντισμένος
- ≈ συνώνυμα: κεντητός, κεντιστός
Σύνθετα[επεξεργασία]
- Λήμματα με 'κεντημένος' στο Βικιλεξικό
- λήγουν σε -κεντημένος - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
όπως ενδεικτικά
- Συγκρίνετε τα σύνθετα με κεντισμένος, κεντητός, -κέντητος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κεντημένος
|