κορβανάς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κορβανάς < ελληνιστική κοινή κορβανᾶς (ονομασία του θησαυρού του ναού στην Ιερουσαλήμ) < κορβᾶν (δώρο) < εβραϊκή קרבן (korbán: θύμα, τελετουργική θυσία) < πρωτοσημιτική
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κορβανάς αρσενικό
- (λαϊκότροπο) μέρος που φυλάει κάποιος χρήματα ή πολύτιμα αντικείμενα (ταμείο, θησαυροφυλάκιο, κάσα, πορτοφόλι κ.λπ.)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψαράς' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα εβραϊκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοσημιτική (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λαϊκότροποι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)