κρυστάλλωση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κρυστάλλωση οι κρυσταλλώσεις
      γενική της κρυστάλλωσης* των κρυσταλλώσεων
    αιτιατική την κρυστάλλωση τις κρυσταλλώσεις
     κλητική κρυστάλλωση κρυσταλλώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, κρυσταλλώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κρυστάλλωση < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική cristallisation[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /kɾiˈsta.lo.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κρυ‐στάλ‐λω‐ση

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κρυστάλλωση θηλυκό

  1. (φυσική) η δημιουργία κρυστάλλου κατά τη διαδικασία μετατροπής ενός σώματος από υγρή σε αέρια μορφή
  2. το πάγωμα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)