λανθάνω < (διαχρονικό δάνειο ) αρχαία ελληνική λανθάνω
λανθάνω , πρτ . : λάνθανα , μτχ.π.π .: λανθασμένος , μόνο στο ενεστωτικό θέμα (χωρίς παθητική φωνή )
παραμένω κρυμμένος , δεν είμαι εμφανής δεν γίνομαι αντιληπτός
(καταχρηστικά ) λαθεύω
Αρχικοί χρόνοι
Φωνή Eνεργητική
Φωνή Μέση & Παθητική
Ενεστώτας
λανθάνω, λήθω
λανθάνομαι, λήθομαι
Παρατατικός
ἐλάνθανον, ἔληθον
σύνθ. -ελανθανόμην
Μέλλοντας
λήσω
λήσομαι & λησθήσομαι
Αόριστος
ἔλαθον, ελληνιστική ἔλησα
ἐλησάμην & ἐλαθόμην & ἐλήσθην
Παρακείμενος
λέληθα
λέλησμαι
Υπερσυντέλικος
ἐλελήθειν
σύνθ. -ελελήσμην
Συντελ.Μέλλ.
λελήσομαι
λανθάνω , ήδη ομηρικό < θέμα λαθ- + ρινικό ένθημα -ν- + -άνω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *lh₂-n-dʰ- < *leh₂-dʰ- < *leh₂- (κρύβομαι )
λανθάνω , μέσο λανθάνομαι
(+ αιτιατική) παραμένω κρυμμένος, διαφεύγω την προσοχή κάποιου
※ 8ος αιώνας ⌘ Ὅμηρος , Ἰλιάς , 22 (Χ. Ἕκτορος ἀναίρεσις. ), στίχ. 277 (στίχοι 276-277)
ἐν γαίῃ δ᾽ ἐπάγη· ἀνὰ δ᾽ ἥρπασε Παλλὰς Ἀθήνη, | ἂψ δ᾽ Ἀχιλῆϊ δίδου, λάθε δ᾽ Ἕκτορα, ποιμένα λαῶν.
και αυτού στυλώθη μες στην γην κι η Αθηνά το παίρνει | και από τον Έκτορα κρυφά το δίδει του Αχιλλέως.
Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς , @greek‑language.gr
(με κατηγορηματική μετοχή η οποία μεταφράζεται ως ρήμα) κρυφά , απαρατήρητος
※ 8ος αιώνας ⌘ Ὅμηρος , Ἰλιάς , 13 (Ν. Μάχη ἐπὶ ταῖς ναυσί. ), στίχ. 718-722
δή ῥα τόθ᾽ οἱ μὲν πρόσθε σὺν ἔντεσι δαιδαλέοισι
μάρναντο Τρωσίν τε καὶ Ἕκτορι χαλκοκορυστῇ,
οἱ δ᾽ ὄπιθεν βάλλοντες ἐλάνθανον · οὐδέ τι χάρμης
Τρῶες μιμνήσκοντο· συνεκλόνεον γὰρ ὀϊστοί.
Έτσι με τα λαμπρ᾽ άρματα του Αίαντος τα πλήθη
εμπρός στον θείον Έκτορα κτυπούσαν και τους Τρώας,
και όπισθεν ρίχναν οι Λοκροί χωρίς να τους νοήσουν ,
τόσο σφοδρά που εδείλιασαν από τα βέλ᾽ οι Τρώες.
Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς , @greek‑language.gr
χωρίς να το καταλάβω
※ 5ος αι. πκε Ιστορίαι Ηροδότου, Κλειώ 44.1
διότι δὴ οἰκίοισι ὑποδεξάμενος τὸν ξεῖνον φονέα τοῦ παιδὸς ἐλάνθανε βόσκων, τὸν δὲ ἑταιρήιον, ὡς φύλακα συμπέμψας αὐτὸν εὑρήκοι πολεμιώτατον
γιατί μέσα στο σπίτι του δέχτηκε τον ξένο και δίχως να το ξέρει έτρεφε το φονιά του παιδιού του· το θεό της φιλίας, γιατί μόλο που τον έστειλε ως φύλακα του γιου του, του βγήκε ο χειρότερος εχθρός
μετάφραση Μαρωνίτη Ηρόδοτος@greek‑language.gr
μεσοπαθητική φωνή :
κρατώ κάτι κρυμμένο από τον εαυτό μου, λησμονώ
λησμονώ από πρόθεση , παραμελώ , παραλείπω
λαθάνω - ενεργητικοί τύποι
Ενεργητικός Παρατατικός
προσωπικές εγκλίσεις
οριστική
υποτακτική
ευκτική
προστακτική
ἐγώ
ἐλάνθανον
-
-
-
σύ
ἐλάνθανες
-
-
-
οὖτος
ἐλάνθανε
-
-
-
ἡμεῖς
ἐλανθάνομεν
-
-
-
ὑμεῖς
ἐλανθάνετε
-
-
-
οὗτοι
ἐλάνθανον
-
-
-
Ενεργητικός Μέλλοντας
προσωπικές εγκλίσεις
οριστική
υποτακτική
ευκτική
προστακτική
ἐγώ
λήσω
-
λήσοιμι
-
σύ
λήσεις
-
λήσοις
-
οὗτος
λήσει
-
λήσοι
-
ἡμεῖς
λήσομεν
-
λήσοιμεν
-
ὑμεῖς
λήσετε
-
λήσοιτε
-
οὗτοι
λήσουσι(ν)
-
λήσοιεν
-
ονοματικοί τύποι
απαρέμφατο
μετοχή
λήσειν
λήσων
λήσουσα
λῆσον
Ενεργητικός Αόριστος β'
προσωπικές εγκλίσεις
οριστική
υποτακτική
ευκτική
προστακτική
ἐγώ
ἔλαθον
λάθω
λάθοιμι
-
σύ
ἔλαθες
λάθῃς
λάθοις
λάθε
οὖτος
ἔλαθε
λάθῃ
λάθοι
λαθέτω
ἡμεῖς
ἐλάθομεν
λάθωμεν
λάθοιμεν
-
ὑμεῖς
ἐλάθετε
λάθητε
λάθοιτε
λάθετε
οὗτοι
ἔλαθον
λάθωσι(ν)
λάθοιεν
λαθόντων / λαθέτωσαν
ονοματικοί τύποι
απαρέμφατο
μετοχή
λαθεῖν
λαθών
λαθοῦσα
λαθόν
Ενεργητικός Παρακείμενος
προσωπικές εγκλίσεις
οριστική
υποτακτική
ευκτική
προστακτική
ἐγώ
λέληθα
λελήθω / λεληθώς , λεληθυῖα , λεληθός ὦ
λελήθοιμι / λεληθώς , λεληθυῖα , λεληθός εἴην
-
σύ
λέληθας
λελήθῃς / λεληθώς , λεληθυῖα , λεληθός ᾖς
λελήθοις / λεληθώς , λεληθυῖα , λεληθός εἴης
λεληθώς , λεληθυῖα , λεληθός ἴσθι
οὗτος
λέληθε
λελήθῃ / λεληθώς , λεληθυῖα , λεληθός ᾖ
λελήθοι / λεληθώς , λεληθυῖα , λεληθός εἴη
λεληθώς , λεληθυῖα , λεληθός ἔστω
ἡμεῖς
λελήθαμεν
λελήθωμεν / λεληθότες , λεληθυῖαι , λεληθότα ὦμεν
λελήθοιμεν / λεληθότες , λεληθυῖαι , λεληθότα εἴημεν/εἶμεν
-
ὑμεῖς
λελήθατε
λελήθητε / λεληθότες , λεληθυῖαι , λεληθότα ἦτε
λελήθοιτε / λεληθότες , λεληθυῖαι , λεληθότα εἴητε/εἶτε
λεληθότες , λεληθυῖαι , λεληθότα ἔστε
οὗτοι
λελήθασι(ν)
λελήθωσι(ν) / λεληθότες , λεληθυῖαι , λεληθότα ὦσι(ν)
λελήθοιεν / λεληθότες , λεληθυῖαι , λεληθότα εἴησαν/εἶεν
λεληθότες , λεληθυῖαι , λεληθότα ἔστων
ονοματικοί τύποι
απαρέμφατο
μετοχή
λεληθέναι
λεληθώς
λεληθυῖα
λεληθός
Ενεργητικός Υπερσυντέλικος
προσωπικές εγκλίσεις
οριστική
υποτακτική
ευκτική
προστακτική
ἐγώ
ἐλελήθειν
-
-
-
σύ
ἐλελήθεις
-
-
-
οὖτος
ἐλελήθει
-
-
-
ἡμεῖς
ἐλελήθεμεν
-
-
-
ὑμεῖς
ἐλελήθετε
-
-
-
οὗτοι
ἐλελήθεσαν
-
-
-
λαθάνομαι - μεσοπαθητικοί τύποι
Μέσος / Παθητικός Παρατατικός
προσωπικές εγκλίσεις
οριστική
υποτακτική
ευκτική
προστακτική
ἐγώ
ἐλανθανόμην
-
-
-
σύ
ἐλανθάνου
-
-
-
οὗτος
ἐλανθάνετο
-
-
-
ἡμεῖς
ἐλανθανόμεθα
-
-
-
ὑμεῖς
ἐλανθάνεσθε
-
-
-
οὗτοι
ἐλανθάνοντο
-
-
-
Μέσος Μέλλοντας
προσωπικές εγκλίσεις
οριστική
υποτακτική
ευκτική
προστακτική
ἐγώ
λήσομαι
-
λησοίμην
-
σύ
λήσῃ / λήσει
-
λήσοιο
-
οὖτος
λήσεται
-
λήσοιτο
-
ἡμεῖς
λησόμεθα
-
λησοίμεθα
-
ὑμεῖς
λήσεσθε
-
λήσοισθε
-
οὗτοι
λήσονται
-
λήσοιντο
-
ονοματικοί τύποι
απαρέμφατο
μετοχή
λήσεσθαι
λησόμενος
λησομένη
λησόμενον
Μέσος Αόριστος β'
προσωπικές εγκλίσεις
οριστική
υποτακτική
ευκτική
προστακτική
ἐγώ
ἐλαθόμην
λάθωμαι
λαθοίμην
-
σύ
ἐλάθου
λάθῃ
λάθοιο
λαθοῦ
οὖτος
ἐλάθετο
λάθηται
λάθοιτο
λαθέσθω
ἡμεῖς
ἐλαθόμεθα
λαθώμεθα
λαθοίμεθα
-
ὑμεῖς
ἐλάθεσθε
λάθησθε
λάθοισθε
λάθεσθε
οὗτοι
ἐλάθοντο
λάθωνται
λάθοιντο
λαθέσθων / λαθέσθωσαν
ονοματικοί τύποι
απαρέμφατο
μετοχή
λαθέσθαι
λαθόμενος
λαθομένη
λαθόμενον
Μέσος / Παθητικός Παρακείμενος
προσωπικές εγκλίσεις
οριστική
υποτακτική
ευκτική
προστακτική
ἐγώ
λέλησμαι
λελησμένος ὦ
λελησμένος εἴην
-
σύ
λέλησαι
λελησμένος ᾖς
λελησμένος εἴης
λέλησο
οὖτος
λέλησται
λελησμένος ᾖ
λελησμένος εἴης
λελήσθω
ἡμεῖς
λελήσμεθα
λελησμένοι ὦμεν
λελησμένοι εἴημεν/εἶμεν
-
ὑμεῖς
λέλησθε
λελησμένοι ἦτε
λελησμένοι εἴητε/εἶτε
λέλησθε
οὗτοι
λελησμένοι εἰσί(ν)
λελησμένοι ὦσι(ν)
λελησμένοι εἴησαν/εἶεν
λελήσθων / λελήσθωσαν
ονοματικοί τύποι
απαρέμφατο
μετοχή
λελῆσθαι
λελησμένος
λελησμένη
λελησμένον
Μέσος / Παθητικός Υπερσυντέλικος
προσωπικές εγκλίσεις
οριστική
υποτακτική
ευκτική
προστακτική
ἐγώ
ἐλελήσμην
-
-
-
σύ
ἐλέλησο
-
-
-
οὖτος
ἐλέληστο
-
-
-
ἡμεῖς
ἐλελήσμεθα
-
-
-
ὑμεῖς
ἐλέλησθε
-
-
-
οὗτοι
λελησμένοι ἦσαν
-
-
-
Ρηματικοί τύποι:
λανθάνω - Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής - Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας , 2006‑2008. greek‑language.gr
λανθάνω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ , Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας , 2012
λανθάνω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου .