λιποθυμισμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λιποθυμισμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου λιποθυμώ
Μετοχή[επεξεργασία]
λιποθυμισμένος, -η, -ο
- που έχει λιποθυμήσει