μαστωδυνία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μαστωδυνία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική mastodynia < αρχαία ελληνική μαστός + ὀδῠ́νη
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μαστωδυνία θηλυκό
- (ιατρική) έντονος πόνος στο μαστό (συνήθως κατά την κύηση λόγω του παραγομένου γάλακτος, αλλά και από άλλα αίτια, ίσως παθολογικά)
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μαστωδυνία
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)