μεθυστικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μεθυστικός < αρχαία ελληνική μεθυστικός < μεθύω < μέθυ
Επίθετο[επεξεργασία]
μεθυστικός
- (κυριολεκτικά) (μεταφορικά) που μας μεθάει