μητροκτόνος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μητροκτόνος < αρχαία ελληνική μητροκτόνος < μητρο- ( < μήτηρ) + -κτόνος < (κτείνω)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /mi.tɾoˈkto.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μη‐τρο‐κτό‐νος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μητροκτόνος αρσενικό ή θηλυκό
Συγγενικά[επεξεργασία]
→ και δείτε τις λέξεις μητέρα και κτείνω
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ζωγράφος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά κοινού γένους (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα μητρο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -κτόνος (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)