μολυβένιος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μολυβένιος η μολυβένια το μολυβένιο
      γενική του μολυβένιου της μολυβένιας του μολυβένιου
    αιτιατική τον μολυβένιο τη μολυβένια το μολυβένιο
     κλητική μολυβένιε μολυβένια μολυβένιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μολυβένιοι οι μολυβένιες τα μολυβένια
      γενική των μολυβένιων των μολυβένιων των μολυβένιων
    αιτιατική τους μολυβένιους τις μολυβένιες τα μολυβένια
     κλητική μολυβένιοι μολυβένιες μολυβένια
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο.
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μολυβένιος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μολυβένιος < μολύβ(ι) + -ένιος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /mo.liˈve.ɲos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μο‐λυ‐βέ‐νιος

Επίθετο[επεξεργασία]

μολυβένιος, -α, -ο

  1. φτιαγμένος από μόλυβδο
    παίζει με μολυβένια στρατιωτάκια
     συνώνυμα: μολύβδινος
  2. που έχει χρώμα μολυβί
     συνώνυμα: μολυβής

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μολυβένιος < μολύβ(ι) + -ένιος

Επίθετο[επεξεργασία]

μολυβένιος

  1. φτιαγμένος από μόλυβδο
     συνώνυμα: μολύβδινος
  2. (μεταφορικά) βαρύς σα μολύβι, όπως ο μόλυβδος (όπως η καρδιά)

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη μολύβι

Πηγές[επεξεργασία]