μυριοστόλιστος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: μυριοστός, μυριόστομος

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μυριοστόλιστος η μυριοστόλιστη το μυριοστόλιστο
      γενική του μυριοστόλιστου της μυριοστόλιστης του μυριοστόλιστου
    αιτιατική τον μυριοστόλιστο τη μυριοστόλιστη το μυριοστόλιστο
     κλητική μυριοστόλιστε μυριοστόλιστη μυριοστόλιστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μυριοστόλιστοι οι μυριοστόλιστες τα μυριοστόλιστα
      γενική των μυριοστόλιστων των μυριοστόλιστων των μυριοστόλιστων
    αιτιατική τους μυριοστόλιστους τις μυριοστόλιστες τα μυριοστόλιστα
     κλητική μυριοστόλιστοι μυριοστόλιστες μυριοστόλιστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μυριοστόλιστος < μυριο- + στολίζω + -τος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /miɾ.ʝoˈsto.li.stos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μυ‐ριο‐στό‐λι‐στος

Επίθετο[επεξεργασία]

μυριοστόλιστος

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]