ντούζικος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ντούζικος < οθωμανική τουρκική دوز (düz, ίσιος, ευθύς) (τουρκική düz < προέλευσης από την πρωτοτουρκική + -ικος
Επίθετο[επεξεργασία]
ντούζικος, -η, -ο
- (ιδιωματικό) ίσος, ευθύς
- (ιδιωματικό) δυνατός, γερός
- (ιδιωματικό, ναυτικός όρος) χαρακτηρισμός κανονικού / στρωτού ανέμου
- (ιδιωματικό) (ουσιαστικοποιημένο) ντούζικο: είδος ούζου / ρακής
Παράγωγα[επεξεργασία]
- ντούζικο (ουδέτερο)
Πηγές[επεξεργασία]
- دوز#Ottoman Turkish στο αγγλικό Βικιλεξικό
- ντούζικος σελ.4938 - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία. (συντομογραφίες & συγγραφέων)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ντούζικος
|
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα οθωμανικά τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Παραγωγή λέξεων από τα οθωμανικά τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοτουρκική (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ικος (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιδιωματικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Ναυτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)