οικοδίαιτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- οικοδίαιτος < ελληνιστική κοινή οἰκοδίαιτος < αρχαία ελληνική οἶκος + -δίαιτος (< δίαιτα)
Επίθετο[επεξεργασία]
οικοδίαιτος
- που κατοικεί και τρέφεται στο σπίτι, ο τρεφόμενος στον οίκο
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
οικοδίαιτος
|