ολκιμότητα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ολκιμότητα οι ολκιμότητες
      γενική της ολκιμότητας των ολκιμοτήτων
    αιτιατική την ολκιμότητα τις ολκιμότητες
     κλητική ολκιμότητα ολκιμότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ολκιμότητα < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ὁλκιμ(ότης) + -ότητα < αρχαία ελληνική ὅλκιμος < ὁλκή < ἕλκω μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική ductilité [1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ol.ciˈmo.ti.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ολ‐κι‐μό‐τη‐τα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ολκιμότητα θηλυκό

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]