ομιχλώδης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ομιχλώδης < αρχαία ελληνική ὀμιχλώδης
Επίθετο[επεξεργασία]
ομιχλώδης
- (κυριολεκτικά) που είναι γεμάτος ομίχλη, που έχει ομίχλη
- (μεταφορικά) ασαφής