παθών
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /paˈθon/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐θών
Ετυμολογία 1[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | παθών & παθόντας |
η | παθούσα | το | παθόν |
γενική | του | παθόντος & παθόντα |
της | παθούσας & παθούσης* |
του | παθόντος |
αιτιατική | τον | παθόντα | την | παθούσα | το | παθόν |
κλητική | παθών & παθόντα |
παθούσα | παθόν | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | παθόντες | οι | παθούσες | τα | παθόντα |
γενική | των | παθόντων | των | παθουσών | των | παθόντων |
αιτιατική | τους | παθόντες | τις | παθούσες | τα | παθόντα |
κλητική | παθόντες | παθούσες | παθόντα | |||
Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ών, -οῦσα, -όν Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές. * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
ομάδα 'παρών', Κατηγορία όπως «παρών» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
- παθών < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική παθών, μετοχή παθητικού αορίστου β' ἔπαθον του ρήματος πάσχω
Μετοχή[επεξεργασία]
παθών, -ούσα, -όν
- που έπαθε κάτι
- ↪ Εγώ είμαι η παθούσα Πρόεδρε, εμένα να ρωτήσετε!
- άλλες μορφές: παθόντας (με νεοελληνικές καταλήξεις)
Συγγενικά[επεξεργασία]
με γενική σε -ούντος (από αρχαία ρήματα σε -έω):
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παθών
|
Ετυμολογία 2[επεξεργασία]
- παθών: κλιτικός τύπος
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
παθών ουδέτερο
- γενική πληθυντικού του πάθος
- πολυτονική γραφή: παθῶν
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Μετοχή[επεξεργασία]
παθών, -οῦσα, -όν
Κατηγορίες:
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Μετοχές που κλίνονται όπως η ομάδα 'παρών' (νέα ελληνικά)
- Μετοχές που κλίνονται όπως το 'παρών' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Μετοχές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι ουσιαστικών (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες κλίσεις (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)